- προσεκθησόμεθα
- πρόσ-ἐκθέωrun outaor subj mid 1st pl (epic)πρόσ-ἐκθέωrun outfut ind mid 1st plπρόσ-ἐκτίθημιset outfut ind mid 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσεκτίθημι — Α [ἐκτίθημι] 1. εκθέτω δημόσια επιπροσθέτως 2. παθ. προσεκτίθεμαι εκθέτω, διηγούμαι επί πλέον («προσεκθησόμεθα τὴν τοῡ Πυθαγορικοῡ... κανόνος κατανομήν», Νικόμ.) … Dictionary of Greek